- καταρραίνειν
- κατά-ῥαίνωsprinklepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρραίνω — (AM) ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»] … Dictionary of Greek